- αρτεσιανός
- -ή, -όαυτός που ανήκει στην Αρτεσία, παλιά επαρχία της Γαλλίας (σήμερα Αρτουά)· «αρτεσιανό πηγάδι», πηγάδι, όπως εκείνα της Αρτεσίας (απ' αυτό και το όνομα), όπου το νερό ανεβαίνει ως την επιφάνεια του εδάφους μόνο του και συνήθως ανατινάζεται και ψηλότερα: Πολλά χωράφια ποτίζονται με αρτεσιανά πηγάδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.