αρτεσιανός

αρτεσιανός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει στην Αρτεσία, παλιά επαρχία της Γαλλίας (σήμερα Αρτουά)· «αρτεσιανό πηγάδι», πηγάδι, όπως εκείνα της Αρτεσίας (απ' αυτό και το όνομα), όπου το νερό ανεβαίνει ως την επιφάνεια του εδάφους μόνο του και συνήθως ανατινάζεται και ψηλότερα: Πολλά χωράφια ποτίζονται με αρτεσιανά πηγάδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γκάρντα — (Garda).Λίμνη (370 τ. χλμ.) της Ιταλίας. Είναι η μεγαλύτερη της χώρας, με περίμετρο 155 χλμ., μέγιστο μήκος 52 χλμ. και μέγιστο πλάτος 17 χλμ. Ονομάζεται και Μπενάκο. Το μέσο ύψος της είναι 65 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”